Λες και ζω το θέατρο του παραλόγου!
Το απίστευτο είναι ότι κάνεις τόσα χιλιόμετρα στο πουθενά και φτάνεις εδώ στην Νουακσότ, έχοντας βέβαια στο μυαλό σου ότι θα βρείς πολιτισμό μιάς και είναι η πρωτεύουσα και βρίσκεις τελικά το απόλυτο χάος.
Όπως είπε και ο Άκης, εχθές έπαθα πολιτιστικό σοκ, ευτυχώς όμως το ξεπέρασα πάρα πολύ γρήγορα. Το πάράλογο ξεκινάει από τη στιγμή που εμφανίστηκε ο Νικόλας. Έκανε τέσσερις ώρες ταξίδι για να έρθει να μας βρεί (όταν εμείς κάναμε τέσσερις μέρες για να φτάσουμε) και να μας ξεναγήσει για άλλη μια φορά στα δικά του γνωστά λημέρια, αφού όμως μας έστειλε έναν δικό του άνθρωπο ντόπιο το απόγευμα για να μας βρεί διαμέρισμα (ξοδευτήκαμε εχθές, δώσαμε 35 ευρώ για τον ύπνο μας!).
Άν θυμάμαι καλά πρέπει να ήταν 12 η ώρα όταν βγήκαμε για κλάμπινγκ. Ναι, καλά διαβάσατε εχθές το βράδι κάναμε κλάμπινγκ. Δεν θα το πίστευα αν δεν το ζούσα, αλλά ήταν πολύ καλά. Το μπάρ-κλάμπ-ρέστοραν ανήκε σε μία Λιβανέζα λεσβία και λεγόταν Σαλαμάντερ. Σερβίρει τζίν, βότκα, ουίσκι και μπύρα. Τα ποτά μας κόστισαν γύρω στα 15 ευρώ ενώ η είσοδος γύρω στα 4 εύρώ το άτομο (οι γυναίκες φυσικά δεν πληρώνουν).
Κοιμηθήκαμε στις τέσσερις τα ξημερώματα. Από την απόλυτη ηρεμία του Τσινγκέτι στην απόλυτη τρέλα της Νουακσότ. Το παράλογο φυσικά συνεχίστηκε την επόμενη μέρα που ενώ ξυπνήσαμε αργά, και χαλαρά πήγαμε για έναν κάφέ -φυσικά σε εσωτερικό χώρο, στο καφέ Σαβάνα, γιατί το θερμόμετρο έδειχνε 39 βαθμούς- αμέσως μετά δεν είχαμε και πολλά να κάνουμε και έτσι πήγαμε για μπάνιο.
Για άλλη μία φορά λοιπόν θα το ξαναπώ αλλά από τους αμμόλοφους και τα παιχνίδια στην άμμο καταλήξαμε στον Ατλαντικό και τα παιχίδια στην θάλασσα και όλα αυτά μέσα σε 24 ώρες. Ε, είναι να μην τρελαίνεσαι; Μετά σκέφτεσαι «άν έχω τόσες εικόνες και εμπειρίες μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα τι θα κάνω, πού θα τα αποθηκεύσω όλα αυτά για να μην τα ξεχάσω και το – πιο σημαντικό – να μην τα μπερδέψω όλα αυτά μέσα στο κεφάλι μου»; Ώχ, ανχώθηκα.
Τέλος πάντων, αφού κάναμε την ηλιοθεραπεία μας και αφού φάγαμε σε ένα λιβανέζικο fast food, επιστρέψαμε στο κάμπινγκ όπου εκεί θα χαιρετούσαμε το φιλαράκι μας που έπρεπε να επιστρέψει στη Νουαντίμπου. Δέν ήθελε να φύγει αλλά ούτε και μείς θέλαμε, οπότε τον κρατήσαμε για άλλη μία ώρα προσφέροντάς του την ελληνική μας φραπεδιά. Έφυγε όμως και τώρα είμαστε παρέα πάλι με τον Κριστόφ στο κάμπινγκ Σαχάρα (να μην ξεχνιόμαστε).
Η ώρα είναι εννιά, ο Άκης φουσκώνει τα λάστιχα (για άλλη μια φορά) και εγώ τελειώνω το ημερολόγιο. Καληνύχτα από τη Μαυριτανία. Ακόμη.._.Β.Νέτου.